- ποτοπτάζω
- ποτοπτάζω, [dialect] Dor. Verb,A = προσοράω, AP6.353 (Noss.): also [full] ποτοπτίλλω, prob. in Dius ap.Stob.4.21.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποτοπτάζω — Α (δωρ. τ.) προσορῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ «προς» (βλ. λ. ποτί) + ὀπτάζομαι «ορώμαι, φαίνομαι»] … Dictionary of Greek
ποτοπτάζειν — ποτοπτάζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)